Το Χρονικό μιας 24ωρης βάρδιας...


07:02 … Η Αντωνία καπνίζει στο παγκάκι απέναντι από το νοσοκομείο το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Η Εφημερία ανοίγει σε μία ώρα, αλλά οι μαύροι κύκλοι της μαρτυρούν ότι δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. « Με πήρε ο πατέρας μου εχθές. Η μάνα μου είναι στην Εντατική στην Καλαμάτα. Την παρέσυρε εχθές το βράδυ ένας μεθυσμένος στο χωριό την ώρα που γυρνούσε από τον εσπερινό» «Βρε Αντωνία!! Και τι κάνεις εδώ? Φύγε!! Πήγαινε στη μάνα σου!!Για όνομα του Θεού!» «Και πως θα βγει η Εφημερία ρε κορίτσια…?»
08:35… Σκληρή γυναίκα η Κική. Φωνακλού και αυστηρή. Λαϊκός τύπος, μα όλοι την υπολόγιζαν: Γιατροί, καθηγητές, παλιοί συνάδελφοι, προϊστάμενοι, όλοι. Και πώς να μην την υπολογίζουν αφού ήταν η μόνη που έβαζε τάξη στο χάος. 30 χρόνια προϋπηρεσία ήταν αυτά. Ένα μόνο δεν μπορούσε: Τους νεαρούς με τις μοτοσυκλέτες. Η σειρήνα έσκισε στα δύο την βουή της Εφημερίας. Ο διασώστης φωνάζει «μηχανάκι» καθώς πηδάει από την θέση του οδηγού. Μία μάζα από ρούχα, αίμα και σάρκα εμφανίζεται πάνω στο φορείο. Όλοι σιωπούν, κάνουν στην άκρη στον διάδρομο και το φορείο χάνεται στο χειρουργικό ιατρείο. Η Κική δεν βλέπει μπροστά της. Τα μάτια της θολώνουν, τα γόνατά της λυγίζουν και με πολύ κόπο απομακρύνεται την ώρα που όλοι προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα…  Με τρεμάμενη φωνή σηκώνει το κινητό της: «Αγόρι μου…. μην πάρεις σήμερα τη μηχανή….»


10:12… Η κ. Παπαδοπούλου είναι πολύ καλή αναισθησιολόγος. Γλυκιά, ψύχραιμη και μαθαίνει πολλά στην Λυδία. Εκείνη πάλι, συνέχεια αργεί στα χειρουργεία. Είναι μόλις 22 και προσπαθεί να βρεί τα πατήματά της. «Κορίτσι μου δεν πειράζει, έχεις χρόνια μπροστά σου!» «Συγγνώμη γιατρέ.. Δεν θα ξανασυμβεί…» Νιώθει ακόμα μεγαλύτερη ντροπή που η κ. Παπαδοπούλου είναι τόσο ανεκτική μαζί της… Να, έφτιαξε και τα φάρμακα μόνη της… Η Λυδία παρατηρεί στον κάδο του τρόλευ πολλά πράσινα μπουκαλάκια των 10ml. Πράσινα? Μα…. Σηκώνει ένα και το δείχνει στην γιατρό. Εκείνη αυτόματα γίνεται κάτωχρη. Κοιτάει μια την Λυδία, μια τα φάρμακα (καμιά δεκαριά σύριγγες επάνω στο trolley) μια την αμπούλα καλίου. «Με έσωσες…. Ψελλίζει. Τον έσωσες….» Πετάει τα φάρμακα στον κάδο και παίρνει αγκαλιά την Λυδία.


11:20… Ο Δημήτρης είναι σπάνιος άνθρωπος. Εργατικός, με ενσυναίσθηση  και με σπουδές στη Νοσηλευτική αξιοζήλευτες. Ωστόσο, είναι ήδη στον 15ο χρόνο που δουλεύει ασταμάτητα στην Αιματολογική. Σήμερα δεν έχει καλή βάρδια. Η αγαπημένη του ασθενής, η Ειρήνη, ΄στράβωσε΄. Παρόλη την κορτιζόνη, εκείνη άρχισε ακατέβατους πυρετούς. Είναι μόνη στον θάλαμο. Δεν έχει γονείς και αδέρφια και ο άντρας της είναι στο σπίτι με το μωρό. Ο Δημήτρης της αλλάζει τη μία κομπρέσα μετά την άλλη.. Κάθε φορά που εκείνος απομακρύνεται, εκείνη τον φωνάζει. «Δεν γίνεται τίποτα, θα πεθάνει Δημήτρη. Βάλε την σε μορφίνες. Τουλάχιστον να μην πονάει.» Η Ειρήνη μπαίνει σε παραλήρημα. «Δημήτρη..Δημήτρη…» Εκείνος δίπλα της, χίλια κομμάτια… Ένας άνθρωπος φεύγει μόνος με το όνομα κάποιου άγνωστου Νοσηλευτή στο στόμα του.


13:00…  H Ρούλα είναι χωμένη μέσα στην αποθήκη. Μετράει τα υλικά, καθαρίζει τις σκόνες, πετάει τα ληγμένα. Έχει 2 μήνες που έγινε υπεύθυνη της Καρδιολογικής και προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της. Αγχώνεται, πιέζεται, νοιάζεται ουσιαστικά για το Τμήμα. Σχεδόν είχε ξεχάσει την επίσκεψη της στον Νευρολόγο πριν από 10 μέρες. Κάτι αιμωδίες, κάτι ζαλάδες, τίποτα σπουδαίο, απλά υπέκυψε στα παρακάλια του άντρα της- νοσηλευτής και αυτός. «Ρούλα, πάλι  στη δουλειά είσαι? Μα είναι Κυριακή!» «Τελειώνουν οι δουλειές γιατρέ μου?» Ο Νευρολόγος στην άκρη της γραμμής ακουγόταν σκεπτικός. «Πρέπει να έρθεις να μιλήσουμε.» «Γιατρέ, άσε τις τυπικότητες και πες μου τι έδειξε η μαγνητική».  Πρακτική γυναίκα η Ρούλα, δεν μάσαγε τα λόγια της. Με τον γιατρό είχαν συνεργαστεί στο προηγούμενο νοσοκομείο. «Φαίνεται κάποια εστία...»  Εκεί, στην σκονισμένη αποθήκη, ανάμεσα στους σωρούς υλικών, η Ρούλα καθισμένη στο πάτωμα μάθαινε πως από εδώ και στο εξής η ζωή της θα έπαιρνε άλλη τροπή υπό το πρίσμα της Σκλήρυνσης...


13:55… 55 χρονών η Ζωή, χωρίς οικογένεια δικιά της, χωρίς σύζυγο. Και ποιος να την αντέξει δηλαδή? Συνδικαλίστρια δυναμική, καπάτσα Θεσσαλονικιά, τους πουλούσε και τους αγόραζε όλους. Αλλά στην δουλειά της στο Γραφείο Λοιμώξεων εκεί πάνω στη Θεσσαλονίκη άψογη. Πρώτη έβγαζε τους δείκτες, πρώτη έδινε τα ποσοστά στην ΥΠΕ, πρώτη σε όλα. «Μα να κρεμάσω τους συναδέλφους μου?» Έλεγε και το εννοούσε. Βγαίνοντας από το γραφείο της, στην άκρη της αίθουσας αναμονής βλέπει έναν γεράκο, αδύνατο, βρώμικο, σχεδόν σαν χαμένο. «Ήρθε με ΕΚΑΒ και εξετάστηκε από τους γιατρούς. Λέει μένει μόνος του και δεν έχει κανέναν στον κόσμο μιας που η γυναίκα του πέθανε πριν 2 μήνες. Δεν έχει κάτι οργανικό και πρέπει να γυρίσει σπίτι. Ο ίδιος αρνείται.» Την πληροφορεί η προϊσταμένη εφημερίας. Μα η Ζωή δεν διστάζει στιγμή. Μπαίνοντας στο σπίτι του κυρ Μπάμπη, τον κοιτάει μέσα στα πονεμένα του μάτια:  «Έχουμε να κάνουμε πολλή δουλειά βλέπω. Ας είναι.» Ο κυρ Μπάμπης της φιλάει τα χέρια…


15:30… Περνώντας το κατώφλι του σπιτιού της η Κατερίνα ακούει πάλι φωνές. Η μεγάλη της κόρη  μαλώνει με τον πατέρα της. Εκείνος κραδαίνει απειλητικά την ζώνη του παντελονιού του. «Εσύ την έκανες σαν τα μούτρα σου! Βγαίνει με τον έναν και με τον άλλον και  μας κάνει ρεζίλι στην γειτονιά!» Ο άντρας της, «παλαιάς κοπής» αστυνομικός, 20 χρόνια μεγαλύτερος, δεν σηκώνει και πολλά πολλά. Παντρεύτηκαν από συνοικέσιο. Εκείνη πάμφτωχη, από χωριό,20 χρονών μπουμπούκι, μόλις είχε τελειώσει τη σχολή. Κελεπούρι ο αστυνομικός, με το μισθό του, μήνας μπεί, μήνας βγει. «Φύγε μάνα. Φύγε και πάρε και τα μικρά μαζί σου». Της λέει συχνά ο 15χρονος γιος της. Εκείνη προσπαθεί με τη φθαρμένη της ζακέτα να κρύψει τις μελανιές της. Ο άντρας της αρχίζει να την χτυπάει επειδή μπήκε μπροστά του την ώρα που πήγαινε να χτυπήσει την κόρη της. Μπουνιές, κλωτσιές, με μένος περισσό. Εκείνος φεύγει τρέχοντας. Εκείνη αναίσθητη στο πάτωμα.. «Κάνετε γρήγορα, η μαμά είναι στο πάτωμα…» Το ΕΚΑΒ φτάνει και εκείνη καταφέρνει να ψελλίσει: «Όχι στον Ευαγγελισμό, έχει εφημερία, αλλά με ξέρουν… Είμαι νοσηλεύτρια…»


16:45… Η Ερασμία στην δεκαετία του 70 ήταν όμορφη: Ψηλόλιγνη, με λευκή επιδερμίδα και αμυγδαλωτά μάτια. Αριστούχος από την Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων, μιλούσε και Γαλλικά. Σκάρωνε που και που και κάποια ποιήματα, της άρεσε πολύ ο Καβάφης. Την είδε τότε ο Τάσος και την ερωτεύτηκε. «Θα σε πάρω» της έλεγε. «Κάνε υπομονή να τελειώσω την ειδικότητα». Εκείνος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Κυψέλης, φέρελπις ιατρός-παθολόγος. Δεν τολμούσαν ούτε να κοιταχτούν στο Νοσοκομείο. Άλλοι καιροί. Ώσπου η Ερασμία είδε την ανακοίνωση στην Εστία. «Νυμφεύεται…». Φυσικά η νύφη ήταν κόρη εργοστασιάρχη. Της καλής κοινωνίας. Όχι σαν τον πατέρα της εφημεριδοπώλης στην Ομόνοια. Μα ο πατέρας της Ερασμίας είχε αρχές. Και έμαθε στην κόρη του να είναι αξιοπρεπής. Η Ερασμία έσφιξε τα χείλη και από τότε αφιερώθηκε στον Άρρωστο. Πήγαινε τις ώρες που δεν δούλευε και φρόντιζε ανθρώπους που δεν είχαν κάποιον να τους φροντίσει. Τους τάιζε, τους έπλενε τα ρούχα, τους χτένιζε, τους διάβαζε. «Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα?» . «Γιατί ξεπερνάμε, αλλά δεν ξεχνάμε καλή μου προϊσταμένη», είπε η κυρία Μαρία καθώς κατέβαζε και την τελευταία κουταλιά ζελέ. «Σήμερα θα σου διαβάσω ποίηση. Αγνώστου ποιητή…. ΄Περί έρωτος’ ο τίτλος…»


18:00… Ο Αλέκος είναι προϊστάμενος  Χειρουργείου σε μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο. 40 χειρουργεία ημερησίως, αλλά ο Αλέκος προσπαθεί ακριβοδίκαια να μοιράσει τις ώρες στους χειρουργούς. «Άτιμη φάρα αλλά αυτοί φέρνουν τα λεφτά στο νοσοκομείο. Πρέπει να είναι ευχαριστημένοι». Το έχει πιάσει το νόημα ο Αλέκος, παιδί της νύχτας γαρ, είχε διατελέσει μετρ σε μπουζουξίδικο στα νιάτα του. Καπνίζει πολύ, είναι και νευρικός, αλλά όλοι τον σέβονται επειδή πάντα μπαίνει μπροστά για το προσωπικό. «Κορίτσια όταν τελειώσουμε το έντερο θα σας πάω μπουζούκια.» Λέει και πεθαίνουμε στα  γέλια. Σήμερα όμως είναι κατάχλωμος. Εχτές μάλωσε με τον Διευθυντή του Αναισθησιολογικού. Φωνές, κακό. Καπνίζει στην πίσω σκάλα. Τελειώνει και μπαίνει στην αίθουσα. Βρε Μαίρη, δεν αισθάνομαι και πολύ καλ…..» .Δεν τελειώνει την φράση του και καταρρέει. Εκεί μέσα στην αίθουσα, με το έντερο σε εξέλιξη. Πανικός. Και 1 και 2 και 3 και 4…… Δώστε απινίδωση!!!


21:00… «Δεκαπέντε φορές Βίκυ μου! Ούτε μία, ούτε δύο. Και δεν έβρισκαν τίποτα! Είτε με φυσικό κύκλο, είτε με εξωσωματική.» Είδε και απόειδε η Θεανώ και σταμάτησε τις προσπάθειες  απόκτησης τέκνου. Στα 46 της πια, ευτυχισμένη με τον άντρα της, τα ανίψια της, τις αδερφές της. «Ξέρουμε ποια είσαι Θεανώ μου» της είπε κάποτε ο Διευθυντής της Μονάδας. «Δεν θα σε ορίσει αυτό.». Κι έτσι η Θεανώ πήρε τα πάνω της. Η ΜΕΘ ήταν το δεύτερο σπίτι της. Όλοι οι συνάδελφοι και οι συνεργάτες μια οικογένεια. Αλλά ήταν πεπεισμένη ότι οι συνθήκες έφταιγαν για τις αποβολές της: Τα άστατα ωράρια, τα βάρη, το στρες, ήταν από τους παράγοντες που την επιβάρυναν σωματικά και ψυχολογικά. Να, όπως σήμερα που νιώθει καταβεβλημένη, νυσταγμένη. Άσε που γυρίζει το στομάχι της από το πρωί. Αυτή η χθεσινή πίτσα θα πρέπει να φταίει..  Η Βίκυ μπαίνει τρέχοντας στη ΜΕΘ. Αλαφιασμένη, χαρούμενη και ανυπόμονη. «Θεανώ μου…..» Τώρα βουρκώνει και αρχίζει να μπερδεύει τα λόγια της. «Το πρωί…. Που σου πήρα αίμα…. για CRP….» «Ανεβασμένη ε??» «Σου έστειλα και β-χοριακη…» λέει ξέπνοα. «Είσαι έγκυος!» Δίδυμα έκανε η Θεανώ και μάλιστα αγόρια. Νονοί φυσικά  ο Διευθυντής και η Βίκυ…


00:45… «Και τι να έκανα? Με ένα παιδί στην κοιλιά και το άλλο τριών με άφησε ο αχαΐρευτος. Μόλις ξεπετάχτηκαν, τα έπαιρνα μαζί μου στην βάρδια. Ένωνα δυο καρέκλες και τις έστρωνα. Τα έβαζα να κοιμηθούν και έβγαινα νοσηλεία. Οροί, φάρμακα, τα ξεπέταγα για να γυρίσω πίσω. Μέχρι που ένας ασθενής πήρε χαμπάρι τι έκανα. Πολύ κύριος. Α! Να τα λέμε αυτά! Ήταν του Καθηγητή. Με τις κολόνιες του, με τα όλα του. Τη νύχτα πριν πάρει εξιτήριο πατάει κουδούνι για να του φτιάξω τάχα μου το σεντόνι. ‘Σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση σας μου λέει και μου χώνει στην τσέπη κάτι. Ανάμεσα στα γάντια και στα καπάκια που είχα στην τσέπη μου δεν έδωσα σημασία. Κάνα κατοστάρικο λέω για καφέ και σάντουιτς. Περνάει η νύχτα, πάω τα μικρά στο σπίτι για να πάω στη γιαγιά που πρόσεχα μετά, και βγάζοντας την στολή για να την βάλω πλυντήριο, αδειάζω τις τσέπες. Τι να δω! Ένας φάκελος ! Είχε Χαρά μου ένα ολόκληρο μηνιάτικο μέσα!! Ακούς? Ένα μηνιάτικο!» Έκατσε και έκλαιγε σαν παιδί για ώρα. Σκέφτηκε να πάει να τον βρει να του τα δώσει πίσω. Αλλά η ανάγκη…. Πηγαίνοντας στην γιαγιά, πέρασε από την εκκλησία. Μπήκε μέσα, πήρε την μεγαλύτερη λαμπάδα που βρήκε και την άναψε. «Πανάθεμά με δεν ξέρω ούτε το όνομά του…». Φεύγοντας, κοντοστέκεται, ανοίγει την τσάντα της, βγάζει ένα χαρτονόμισμα και το ρίχνει στη σχισμή. «Υπέρ πτωχών…»


02:10… Τη νύχτα, οι άνθρωποι ανοίγουν σαν τα στρείδια στον ατμό. Μιλάνε για όλα τα εσώψυχά τους. Λένε μυστικά που δεν ομολογούνται… H πρώτη δουλειά της Πόπης ήταν σε μία μαιευτική κλινική, πριν από 27 χρόνια. Μικρή κλινική και ο κόσμος στην επαρχία λίγος. Όλα μαθαίνονται. Η Πόπη τότε, 20 χρονών, χωρίς εργασιακή εμπειρία και με τον πατέρα της άνεργο, έπρεπε να δουλέψει. Πολύ ήσυχη κοπέλα, παρατηρητική  και με ζήλο για την δουλειά της, τοποθετείται στην αίθουσα τοκετών. Εκεί, ένας μαιευτήρας, ο πιο γνωστός στην πόλη, δεν προλάβαινε να ξεγεννά: όλες οι γυναίκες έπιναν νερό στο όνομά του και οι πατεράδες  τον χρύσωναν. Εκείνη η γέννα ωστόσο είχε πολλές επιπλοκές. Πολύωρη και δύσκολη, ο γιατρός είχε βάλει όλη τη μαεστρία του και η υπόλοιπη ομάδα πραγματικά υπερέβαλλε εαυτόν. Παρ’ όλα αυτά, το μωρό δεν τα κατάφερε. Ο γιατρός δίνει στην Πόπη το νεκρό πλέον μωρό για να το ετοιμάσει για το νεκροθάλαμο και βγαίνει για να ανακοινώσει τα θλιβερά νέα στους γονείς.  Η Πόπη έντρομη, αλλά ψύχραιμη, με βουρκωμένα μάτια και αργές κινήσεις αρχίζει και φασκιώνει το μωρό. Ξαφνικά, μια ανεπαίσθητη  κίνηση του χεριού του, διαδέχεται πετάρισμα στα βλέφαρα. Ναι! Δεν είναι η ιδέα της! Το μωρό είναι ζωντανό! Θαύμα! Τρέχει έξω και πέφτει πάνω στον γιατρό. «Ελάτε γρήγορα! Το μωρό….» Μπαίνουν μέσα  και εκείνος βλέπει το ζωντανό πλέον μωρό. Το βλέμμα του παγερό και ακούνητο, τα χείλη του μουρμουρίζουν σαν να μιλάει στον εαυτό του: «Μόλις ανακοίνωσα τα νέα. Θα φανώ αφερέγγυος. Η πόλη είναι μικρή». Χωρίς να αλλάξει βλέμμα, φέρνει στο πρόσωπο του μωρού μία πετσέτα και την κρατά εκεί με δύναμη για αρκετή ώρα. Η Πόπη πισωπατάει, ακουμπάει στην ντουλάπα, μη μπορώντας να επεξεργαστεί το ειδεχθές θέαμα. «Μη τολμήσεις ποτέ!», γρυλίζει μέσα από τα δόντια του ο γιατρός με τα μάτια του καρφωμένα αυτή τη φορά στην Πόπη. «Παραιτήθηκα εκείνη τη μέρα. Άφησα την οικογένειά μου, την πόλη μου. Ήρθα στην Αθήνα και ποτέ δεν έκανα αίτηση σε παιδιατρική ή μαιευτική κλινική. Κάποια βράδια μάλιστα έρχεται στον ύπνο μου εκείνο το απαίσιο παγωμένο του βλέμμα. Ακόμα και μετά από 27 χρόνια….» είπε, την ώρα που δίπλωνε γάζες.


04:45… «Μα καλά, με τόσους καλούς βαθμούς θα πας να γίνεις νοσοκόμα να αλλάζεις πάπιες?» 17 χρονών η Αλίκη, καλή μαθήτρια της θεωρητικής κατεύθυνσης μάλιστα, από οικογένεια με οικονομική επιφάνεια, ανακοίνωσε λίγο πριν τις Πανελλήνιες, ότι θέλει να σπουδάσει Νοσηλευτική. «Μα γιατί? Μπαίνεις άνετα Νομική, Φιλολογία, Ψυχολογία και ότι άλλο θες! Γίνε στο κάτω κάτω δασκάλα, να έχεις τις αργίες σου και το καλοκαίρι σου ελεύθερο!» Έπεσαν λοιπόν πάνω της γονείς, συγγενείς, δάσκαλοι για να της αλλάξουν γνώμη. Ανένδοτη αυτή, πεισματάρα και ισχυρογνώμων διατείνονταν: «Δεν θα με ορίσει η παραφιλολογία γύρω από ένα επάγγελμα! Θα τραβήξω τον δικό μου δρόμο!» Και πέρασε από τις πρώτες μάλιστα στο Πανεπιστήμιο, οι καθηγήτριές της την λάτρευαν, οι συμφοιτητές της την εκτιμούσαν και οι πρώτοι της ασθενείς στην Κλινική Πράξη πάντα χαίρονταν όταν την έβλεπαν. Ήθελε να ασχοληθεί με την ογκολογία και την Ανακουφιστική Φροντίδα και ήδη έψαχνε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω σε αυτό. Η φωνή που την καλούσε να μείνει στη Νοσηλευτική δεν έπαψε ποτέ να ηχεί μέσα της. Και να την τώρα, στην πρακτική της , πρώτη νύχτα που την έβαλε η προϊσταμένη μαζί με μια παλιά συνάδελφο, αφού είναι αφενός πολύ υπεύθυνη και καλή στην δουλειά της και αφετέρου καλύπτει τρύπες λόγω υποστελέχωσης.  Η κατάλευκη στολή της πάει γάντι και τα καινούρια της παπούτσια είναι η πρώτη φορά που τα φοράει. Έχει πιάσει τα όμορφα μακριά ξανθά μαλλιά της μία περίτεχνη πλεξούδα που φωτίζει το όμορφο πρόσωπό της. Όνειρο. «Αυτό που με ανησυχεί Αλίκη, είναι η κυρία στο 4.Είναι η τελευταία που ήρθε από το χειρουργείο –μετά τα μεσάνυχτα- και ήδη η παροχέτευσή της έχει 250 ml αίμα. Έχε το νου σου στα ΖΣ της.» Τι ήταν να το πεί η συνάδελφος, όλη νύχτα η μικρή δεν ησύχασε: Μέτραγε πιέσεις, σφύξεις, παροχέτευση, διούρηση. Την έβαλε μάλιστα σε monitor με δική της πρωτοβουλία. «Κυρία Μαρίνα!! Η ασθενής έχασε αισθήσεις και έκανε ανακοπή!!Αρχίζω ΚΑΡΠΑ!» Η Μαρίνα ορμάει μέσα στο δωμάτιο βλέπει την Αλίκη βουτηγμένη στο αίμα να κάνει ήδη ΚΑΡΠΑ. Φωνάζει αναισθησιολόγους, χειρουργούς, ΜΕΘ, ειδοποιεί τα χειρουργεία μήπως βάλουν την ασθενή για να ελέγξουν την αιμορραγία… Η Αλίκη εκεί. Ψύχραιμη, με την κατακόκκινη πλέον στολή της, προσπαθεί να κάνει το καλύτερο για την ασθενή της. Η ασθενής ανανήπτει και οδηγείται κατ’ ευθείαν στο χειρουργείο. Ξέπνοη η Αλίκη δέχεται μία αγκαλιά από την κ. Μαρίνα. «Άξια!» Δεν κοιμήθηκε μετά την βάρδια η Αλίκη. Αλλά δεν θα πει ποτέ τίποτα σε κανέναν δικό της. Ποιος να καταλάβει, τι. Το γιόρτασε με μία ζεστή μπουγάτσα με μπόλικη κανέλλα…


07:00… Λήξη βάρδιας... Ξημερώνει η Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτών. Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους εσάς που τόσα χρόνια δίνετε Ψυχή τε και Σώματι στον Άρρωστο και στις ανάγκες του. Σε όλους εσάς που αξίζει η ιστορία σας να ακουστεί. Που έχετε ή δεν έχετε θέση ευθύνης, αλλά που με πολύ μεράκι και αφοσίωση βρίσκεστε δίπλα σε όποιον έχει ανάγκη. Οι ιστορίες στην βάση τους είναι ιστορίες που έχω ακούσει, ή που εμφανίζονται ως μοτίβο στη Νοσηλευτική Κοινότητα. Τα πρόσωπα που εμφανίζονται μπορεί να είναι προϊόν φαντασίας. Μπορεί και όχι...

 

Χρόνια Πολλά
Γεωργία Χονδρού
Νοσηλεύτρια Πα.Σ.Ο.Νο.Π